«Ανακαλύψαμε ότι συγκεκριμένα νανοσωματίδια – νανοσωματίδια του διοξειδίου του τιτανίου και του διοξειδίου του πυριτίου – που χρησιμοποιούνται συχνά στα τρόφιμα μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στη λειτουργία του εντέρου. Πιο συγκεκριμένα, έχουν αρνητική επίδραση σε πρωτεΐνες-’κλειδιά’ της πέψης και της απορρόφησης θρεπτικών συστατικών» εξήγησε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής Επιστήμης της Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ Ελαντ Τάκο.
Για τη διεξαγωγή της μελέτης οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δόσεις διοξειδίου του τιτανίου και διοξειδίου του πυριτίου αντίστοιχες με εκείνες που λαμβάνουν μέσω των τροφίμων οι άνθρωποι. Οι δόσεις αυτές των οξειδίων των μετάλλων εισήχθησαν σε ένα σύστημα in vivo στο εργαστήριο του καθηγητή Τάκο, το οποίο προσομοιώνει τις αντιδράσεις του ανθρώπινου οργανισμού. Στο επόμενο βήμα οι ερευνητές ενέχυσαν τα νανοσωματίδια σε αβγά κότας. Αφού τα αβγά εκκολάφθηκαν, οι ερευνητές ανίχνευσαν αλλαγές στους λειτουργικούς, μορφολογικούς και μικροβιακούς βιοδείκτες του αίματος, στο δωδεκαδάκτυλο (πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου) και στο τυφλό (πρώτο τμήμα του παχέος εντέρου).
«Καταναλώνουμε αυτά τα νανοσωματίδια σε καθημερινή βάση. Δεν γνωρίζουμε τι ποσότητές τους καταναλώνουμε και δεν γνωρίζουμε επίσης τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις αυτής της κατανάλωσης. Στη συγκεκριμένη μελέτη καταφέραμε να δείξουμε κάποιες από τις επιδράσεις, γεγονός που είναι ζωτικής σημασίας ώστε να κατανοήσουμε πόσο επηρεάζουν τα συστατικά των τροφίμων, τα οποία περιέχουν τέτοια νανοσωματίδια την υγεία και την ανάπτυξη του γαστρεντερικού συστήματος» εξήγησε συνοπτικά ο καθηγητής Τάκο.
Αυξημένη προσοχή και συνεχής έρευνα
Οι ειδικοί σκιαγραφούν τους ενδεχόμενους κινδύνους, ωστόσο δεν ζητούν την απομάκρυνση αυτών των νανοσωματιδίων από τα τρόφιμα, εξηγώντας πως «με βάση τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής, εκείνο που κάνουμε είναι να στρέψουμε την προσοχή στο ζήτημα. Η επιστήμη χρειάζεται να διεξαγάγει περαιτέρω μελέτες με βάση τα ευρήματά μας. Εμείς ανοίγουμε μια πόρτα για συζήτηση» κατέληξε ο καθηγητής Τάκο.
Η σχετική έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Αntioxidants».